Translation meaning & definition of the word "bourbon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bourbon
[Μπέρμπον]/bərbən/
noun
1. A reactionary politician in the united states (usually from the south)
- synonym:
- Bourbon
1. Ένας αντιδραστικός πολιτικός στις ηνωμένες πολιτείες (συνήθως από το νοτιοδυτικό
- συνώνυμο:
- Μπέρμπον
2. Whiskey distilled from a mash of corn and malt and rye and aged in charred oak barrels
- synonym:
- bourbon
2. Ουίσκι αποσταγμένο από ένα πολτό καλαμποκιού και βύνης και σίκαλης και παλαιωμένο σε βαρέλια απανθρακωμένων δρυών
- συνώνυμο:
- μπέρμπον
3. A member of the european royal family that ruled france
- synonym:
- Bourbon
3. Μέλος της ευρωπαϊκής βασιλικής οικογένειας που κυβέρνησε τη γαλλία
- συνώνυμο:
- Μπέρμπον
4. A european royal line that ruled in france (from 1589-1793) and spain and naples and sicily
- synonym:
- Bourbon ,
- Bourbon dynasty
4. Μια ευρωπαϊκή βασιλική γραμμή που κυβέρνησε στη γαλλία (από το 1589-1793) και την ισπανία και τη νάπολη και τη σικελία
- συνώνυμο:
- Μπέρμπον ,
- Δυναστεία των Μπουρμπόν