Translation meaning & definition of the word "bounty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γενναιοδωρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bounty
[Γενναιοδωρία]/baʊnti/
noun
1. Payment or reward (especially from a government) for acts such as catching criminals or killing predatory animals or enlisting in the military
- synonym:
- bounty ,
- premium
1. Πληρωμή ή ανταμοιβή (ειδικά από κυβέρνηση) για πράξεις όπως η αλίευση εγκληματιών ή η θανάτωση αρπακτικών ζώων ή η κατάταξη
- συνώνυμο:
- γενναιοδωρία ,
- πριμοδότηση
2. The property of copious abundance
- synonym:
- amplitude ,
- bountifulness ,
- bounty
2. Η ιδιοκτησία της άφθονης αφθονίας
- συνώνυμο:
- εύρος ,
- αφθονία ,
- γενναιοδωρία
3. Generosity evidenced by a willingness to give freely
- synonym:
- bounty ,
- bounteousness
3. Γενναιοδωρία που αποδεικνύεται από την προθυμία να δώσει ελεύθερα
- συνώνυμο:
- γενναιοδωρία ,
- πληθωρικότητα
4. A ship of the british navy
- In 1789 part of the crew mutinied against their commander william bligh and set him afloat in an open boat
- synonym:
- Bounty ,
- H.M.S. Bounty
4. Πλοίο του βρετανικού ναυτικού
- Το 1789, μέρος του πληρώματος στασιάστηκε εναντίον του διοικητή τους, γουίλιαμ μπλιγκ, και τον επέβαλε σε ανοιχτό σκάφος
- συνώνυμο:
- Γενναιοδωρία ,
- Η.Μ.Σ. Γενναιοδωρία