Translation meaning & definition of the word "bound" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δεσμευμένος" στην ελληνική γλώσσα
Bound
[Δεσμεύω]noun
1. A line determining the limits of an area
- synonym:
- boundary ,
- edge ,
- bound
1. Μια γραμμή που καθορίζει τα όρια μιας περιοχής
- συνώνυμο:
- όριο ,
- άκρη ,
- δεμένοσ
2. The line or plane indicating the limit or extent of something
- synonym:
- boundary ,
- bound ,
- bounds
2. Η γραμμή ή το επίπεδο που δείχνει το όριο ή την έκταση κάποιου πράγματος
- συνώνυμο:
- όριο ,
- δεμένοσ ,
- όρια
3. The greatest possible degree of something
- "What he did was beyond the bounds of acceptable behavior"
- "To the limit of his ability"
- synonym:
- limit ,
- bound ,
- boundary
3. Ο μεγαλύτερος δυνατός βαθμός από κάτι
- "Αυτό που έκανε ήταν πέρα από τα όρια της αποδεκτής συμπεριφοράς"
- "Στο όριο της ικανότητάς του"
- συνώνυμο:
- όριο ,
- δεμένοσ
4. A light, self-propelled movement upwards or forwards
- synonym:
- leap ,
- leaping ,
- spring ,
- saltation ,
- bound ,
- bounce
4. Μια ελαφριά, αυτοκινούμενη κίνηση προς τα πάνω ή προς τα εμπρός
- συνώνυμο:
- άλμα ,
- άνοιξη ,
- αλάτισμα ,
- δεμένοσ ,
- αναπήδηση
verb
1. Move forward by leaps and bounds
- "The horse bounded across the meadow"
- "The child leapt across the puddle"
- "Can you jump over the fence?"
- synonym:
- jump ,
- leap ,
- bound ,
- spring
1. Προχωρήστε με άλματα και όρια
- "Το άλογο ήταν στραμμένο πάνω στο λιβάδι"
- "Το παιδί πήδηξε στη λακκούβα"
- "Μπορείς να πηδήξεις πάνω από το φράχτη?"
- συνώνυμο:
- άλμα ,
- δεμένοσ ,
- άνοιξη
2. Form the boundary of
- Be contiguous to
- synonym:
- bound ,
- border
2. Σχηματίζουν το όριο του
- Είμαι συνεχής
- συνώνυμο:
- δεμένοσ ,
- σύνορα
3. Place limits on (extent or access)
- "Restrict the use of this parking lot"
- "Limit the time you can spend with your friends"
- synonym:
- restrict ,
- restrain ,
- trammel ,
- limit ,
- bound ,
- confine ,
- throttle
3. Τοποθετήστε όρια στο (επεκταθε'ν ή στην πρόσβαση)
- "Περιορίστε τη χρήση αυτού του χώρου στάθμευσης"
- "Περιορίστε το χρόνο που μπορείτε να περάσετε με τους φίλους σας"
- συνώνυμο:
- περιορίζω ,
- συγκρατώ ,
- τραμελέ ,
- όριο ,
- δεμένοσ ,
- βάλτο
4. Spring back
- Spring away from an impact
- "The rubber ball bounced"
- "These particles do not resile but they unite after they collide"
- synonym:
- bounce ,
- resile ,
- take a hop ,
- spring ,
- bound ,
- rebound ,
- recoil ,
- reverberate ,
- ricochet
4. Άνοιξη πίσω
- Απομακρύνεται από έναν αντίκτυπο
- "Η λαστιχένια μπάλα αναπήδησε"
- "Αυτά τα σωματίδια δεν επαναστέλλονται, αλλά ενώνονται αφού συγκρούονται"
- συνώνυμο:
- αναπήδηση ,
- επαναλαμβάνω ,
- πάρε ένα λυκίσκο ,
- άνοιξη ,
- δεμένοσ ,
- ανακτώ ,
- αντηχείο ,
- ανακλινόμενοσ
adjective
1. Confined by bonds
- "Bound and gagged hostages"
- synonym:
- bound
1. Περιορίζεται από ομόλογα
- "Δεσμευμένοι και φιμωμένοι όμηροι"
- συνώνυμο:
- δεμένοσ
2. Held with another element, substance or material in chemical or physical union
- synonym:
- bound
2. Συγκρατείται με άλλο στοιχείο, ουσία ή υλικό στη χημική ή φυσική ένωση
- συνώνυμο:
- δεμένοσ
3. Secured with a cover or binding
- Often used as a combining form
- "Bound volumes"
- "Leather-bound volumes"
- synonym:
- bound
3. Ασφαλίζεται με κάλυμμα ή δέσμευση
- Συχνά χρησιμοποιείται ως συνδυαστική μορφή
- "Δεσμευμένοι όγκοι"
- "Τόμοι δερμάτων"
- συνώνυμο:
- δεμένοσ
4. (usually followed by `to') governed by fate
- "Bound to happen"
- "An old house destined to be demolished"
- "He is destined to be famous"
- synonym:
- bound(p) ,
- destined
4. (συνήθως ακολουθείται από ```) που κυβερνάται από τη μοίρα
- "Πρόκειται να συμβεί"
- "Ένα παλιό σπίτι που προορίζεται να κατεδαφιστεί"
- "Προορίζεται να γίνει διάσημος"
- συνώνυμο:
- βεν()<TAG1> ,
- προορισμένοσ
5. Covered or wrapped with a bandage
- "The bandaged wound on the back of his head"
- "An injury bound in fresh gauze"
- synonym:
- bandaged ,
- bound
5. Καλυμμένο ή τυλιγμένο με έναν επίδεσμο
- "Η τραυματισμένη πληγή στο πίσω μέρος του κεφαλιού του"
- "Ένας τραυματισμός δεσμευμένος σε φρέσκια γάζα"
- συνώνυμο:
- επίδεσμος ,
- δεμένοσ
6. Headed or intending to head in a certain direction
- Often used as a combining form as in `college-bound students'
- "Children bound for school"
- "A flight destined for new york"
- synonym:
- bound ,
- destined
6. Κατευθύνθηκε ή σκόπευε να κατευθυνθεί προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
- Συχνά χρησιμοποιείται ως συνδυαστική μορφή όπως στο `δεσμευμένο κολλέγιο των μαθητών'
- "Παιδιά που δεσμεύονται για το σχολείο"
- "Μια πτήση που προορίζεται για τη νέα υόρκη"
- συνώνυμο:
- δεμένοσ ,
- προορισμένοσ
7. Bound by an oath
- "A bound official"
- synonym:
- bound
7. Δεσμεύεται από έναν όρκο
- "Δεσμευμένος αξιωματούχος"
- συνώνυμο:
- δεμένοσ
8. Bound by contract
- synonym:
- apprenticed ,
- articled ,
- bound ,
- indentured
8. Δεσμεύεται από τη σύμβαση
- συνώνυμο:
- μαθητευόμενοσ ,
- αρθρωτόσ ,
- δεμένοσ ,
- εσοχή
9. Confined in the bowels
- "He is bound in the belly"
- synonym:
- bound(p)
9. Περιορισμένος στα σπλάχνα
- "Είναι δεμένος στην κοιλιά"
- συνώνυμο:
- βεν()<TAG1>