Translation meaning & definition of the word "bouncing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναπηδώντας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bouncing
[Αναπηδώ]/baʊnsɪŋ/
noun
1. Rebounding from an impact (or series of impacts)
- synonym:
- bounce ,
- bouncing
1. Αναπήδηση από μια σειρά πρόσκρουσης ( ή πρόσκρουση)
- συνώνυμο:
- αναπήδηση ,
- αναπηδώ
adjective
1. Vigorously healthy
- "A bouncing baby"
- synonym:
- bouncing
1. Έντονα υγιής
- "Ένα αναπηδώντας μωρό"
- συνώνυμο:
- αναπηδώ
2. Marked by lively action
- "A bouncing gait"
- "Bouncy tunes"
- "The peppy and interesting talk"
- "A spirited dance"
- synonym:
- bouncing ,
- bouncy ,
- peppy ,
- spirited ,
- zippy
2. Χαρακτηρίζεται από ζωντανή δράση
- "Ένα αναπηδώντας βάδισμα"
- "Μελωδίες αναπηδήσεων"
- "Η πικρή και ενδιαφέρουσα συζήτηση"
- "Ένας πνευματικός χορός"
- συνώνυμο:
- αναπηδώ ,
- αναπηδήσ ,
- πιπεράτοσ ,
- πνευματικά ,
- τσιγγούνησ