Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "bounce" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναπήδηση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Bounce

[Αναπήδηση]
/baʊns/

noun

1. The quality of a substance that is able to rebound

    synonym:
  • bounce
  • ,
  • bounciness

1. Η ποιότητα μιας ουσίας που είναι σε θέση να ανακάμψει

    συνώνυμο:
  • αναπήδηση
  • ,
  • αναπηρία

2. A light, self-propelled movement upwards or forwards

    synonym:
  • leap
  • ,
  • leaping
  • ,
  • spring
  • ,
  • saltation
  • ,
  • bound
  • ,
  • bounce

2. Μια ελαφριά, αυτοκινούμενη κίνηση προς τα πάνω ή προς τα εμπρός

    συνώνυμο:
  • άλμα
  • ,
  • άνοιξη
  • ,
  • αλάτισμα
  • ,
  • δεμένοσ
  • ,
  • αναπήδηση

3. Rebounding from an impact (or series of impacts)

    synonym:
  • bounce
  • ,
  • bouncing

3. Αναπήδηση από μια σειρά πρόσκρουσης ( ή πρόσκρουση)

    συνώνυμο:
  • αναπήδηση
  • ,
  • αναπηδώ

verb

1. Spring back

  • Spring away from an impact
  • "The rubber ball bounced"
  • "These particles do not resile but they unite after they collide"
    synonym:
  • bounce
  • ,
  • resile
  • ,
  • take a hop
  • ,
  • spring
  • ,
  • bound
  • ,
  • rebound
  • ,
  • recoil
  • ,
  • reverberate
  • ,
  • ricochet

1. Άνοιξη πίσω

  • Απομακρύνεται από έναν αντίκτυπο
  • "Η λαστιχένια μπάλα αναπήδησε"
  • "Αυτά τα σωματίδια δεν επαναστέλλονται, αλλά ενώνονται αφού συγκρούονται"
    συνώνυμο:
  • αναπήδηση
  • ,
  • επαναλαμβάνω
  • ,
  • πάρε ένα λυκίσκο
  • ,
  • άνοιξη
  • ,
  • δεμένοσ
  • ,
  • ανακτώ
  • ,
  • αντηχείο
  • ,
  • ανακλινόμενοσ

2. Hit something so that it bounces

  • "Bounce a ball"
    synonym:
  • bounce

2. Χτυπήστε κάτι έτσι ώστε να αναπηδήσει

  • "Αναπηδήστε μια μπάλα"
    συνώνυμο:
  • αναπήδηση

3. Move up and down repeatedly

    synonym:
  • bounce
  • ,
  • jounce

3. Μετακινηθείτε πάνω και κάτω επανειλημμένα

    συνώνυμο:
  • αναπήδηση
  • ,
  • ανακατώνω

4. Come back after being refused

  • "The check bounced"
    synonym:
  • bounce

4. Επιστρέψτε αφού αρνηθείτε

  • "Ο έλεγχος αναπήδησε"
    συνώνυμο:
  • αναπήδηση

5. Leap suddenly

  • "He bounced to his feet"
    synonym:
  • bounce

5. Ξαφνικά

  • "Ανέβηκε στα πόδια του"
    συνώνυμο:
  • αναπήδηση

6. Refuse to accept and send back

  • "Bounce a check"
    synonym:
  • bounce

6. Αρνηθείτε να αποδεχτείτε και να στείλετε πίσω

  • "Αναπηδήστε μια επιταγή"
    συνώνυμο:
  • αναπήδηση

7. Eject from the premises

  • "The ex-boxer's job is to bounce people who want to enter this private club"
    synonym:
  • bounce

7. Εκτόξευση από τις εγκαταστάσεις

  • "Η δουλειά του πρώην πυγμάχου είναι να αναπηδήσει τους ανθρώπους που θέλουν να εισέλθουν σε αυτό το ιδιωτικό σύλλογο"
    συνώνυμο:
  • αναπήδηση