Translation meaning & definition of the word "botulism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βοτυλισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Botulism
[Βοτουλισμό]/bɑʧulɪzəm/
noun
1. Food poisoning from ingesting botulin
- Not infectious
- Affects the cns
- Can be fatal if not treated promptly
- synonym:
- botulism
1. Τροφική δηλητηρίαση από την κατάποση αλλαντικής
- Όχι μολυσματικός
- Επηρεάζει το κνς
- Μπορεί να είναι θανατηφόρα αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα
- συνώνυμο:
- αλλαντίαση