Translation meaning & definition of the word "bottleneck" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μποτλένεκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bottleneck
[Μπουκάλι]/bɑtəlnɛk/
noun
1. A narrowing that reduces the flow through a channel
- synonym:
- constriction ,
- bottleneck ,
- chokepoint
1. Μια στένωση που μειώνει τη ροή μέσω ενός καναλιού
- συνώνυμο:
- συστολή ,
- ανασκαφή ,
- σημείο πνιγμού
2. The narrow part of a bottle near the top
- synonym:
- bottleneck
2. Το στενό μέρος ενός μπουκαλιού κοντά στην κορυφή
- συνώνυμο:
- ανασκαφή
verb
1. Slow down or impede by creating an obstruction
- "His laziness has bottlenecked our efforts to reform the system"
- synonym:
- bottleneck
1. Επιβραδύνετε ή εμποδίζετε δημιουργώντας ένα εμπόδιο
- "Η τεμπελιά του έχει συμφιλιώσει τις προσπάθειές μας για τη μεταρρύθμιση του συστήματος"
- συνώνυμο:
- ανασκαφή
2. Become narrow, like a bottleneck
- "Right by the bridge, the road bottlenecks"
- synonym:
- bottleneck
2. Γίνετε στενοί, σαν σημείο συμφόρησης
- "Δεξιά από τη γέφυρα, τα σημεία συμφόρησης του δρόμου"
- συνώνυμο:
- ανασκαφή