Translation meaning & definition of the word "botched" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ψηφίστηκε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Botched
[Κακοποιημένο]/bɑʧt/
adjective
1. Spoiled through incompetence or clumsiness
- "A bungled job"
- synonym:
- bungled ,
- botched
1. Χαλασμένος μέσω της ανικανότητας ή της αδεξιότητας
- "Μια ταραγμένη δουλειά"
- συνώνυμο:
- παραπαίουν ,
- παρενοχλώ