Translation meaning & definition of the word "botanist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βοτανολόγος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Botanist
[Βοτανολόγοσ]/bɑtənɪst/
noun
1. A biologist specializing in the study of plants
- synonym:
- botanist ,
- phytologist ,
- plant scientist
1. Βιολόγος που ειδικεύεται στη μελέτη των φυτών
- συνώνυμο:
- βοτανολόγοσ ,
- φυτολόγοσ ,
- επιστήμονας των φυτών