Translation meaning & definition of the word "boston" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βοστώνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Boston
[Βοστώνη]/bɑstən/
noun
1. State capital and largest city of massachusetts
- A major center for banking and financial services
- synonym:
- Boston ,
- Hub of the Universe ,
- Bean Town ,
- Beantown ,
- capital of Massachusetts
1. Πρωτεύουσα της πολιτείας και μεγαλύτερη πόλη της μασαχουσέτης
- Ένα σημαντικό κέντρο για τις τραπεζικές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες
- συνώνυμο:
- Βοστώνη ,
- Κόμβος του Σύμπαντος ,
- Πόλη φασολιών ,
- Κτήνοσ ,
- πρωτεύουσα της Μασαχουσέτης