Translation meaning & definition of the word "boss" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφεντικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Boss
[Αφεντικό]/bɑs/
noun
1. A person who exercises control over workers
- "If you want to leave early you have to ask the foreman"
- synonym:
- foreman ,
- chief ,
- gaffer ,
- honcho ,
- boss
1. Ένα άτομο που ασκεί τον έλεγχο των εργαζομένων
- "Αν θέλετε να φύγετε νωρίς θα πρέπει να ρωτήσετε τον επιστάτη"
- συνώνυμο:
- πρόγονοσ ,
- αρχηγός ,
- περιπατητήσ ,
- τουφέκι ,
- αφεντικό
2. A person responsible for hiring workers
- "The boss hired three more men for the new job"
- synonym:
- boss ,
- hirer
2. Υπεύθυνος για την πρόσληψη εργαζομένων
- "Το αφεντικό προσέλαβε τρεις ακόμη άνδρες για τη νέα δουλειά"
- συνώνυμο:
- αφεντικό ,
- μισθωτήσ
3. A person who exercises control and makes decisions
- "He is his own boss now"
- synonym:
- boss
3. Ένα άτομο που ασκεί τον έλεγχο και παίρνει αποφάσεις
- "Είναι το αφεντικό του τώρα"
- συνώνυμο:
- αφεντικό
4. A leader in a political party who controls votes and dictates appointments
- "Party bosses have a reputation for corruption"
- synonym:
- party boss ,
- political boss ,
- boss
4. Ένας ηγέτης σε ένα πολιτικό κόμμα που ελέγχει τις ψήφους και υπαγορεύει τους διορισμούς
- "Οι αρχηγοί των κομμάτων έχουν φήμη για διαφθορά"
- συνώνυμο:
- αφεντικό του κόμματος ,
- πολιτικό αφεντικό ,
- αφεντικό
5. A circular rounded projection or protuberance
- synonym:
- knob ,
- boss
5. Μια κυκλική στρογγυλεμένη προβολή ή προεξοχή
- συνώνυμο:
- κουμπί ,
- αφεντικό
verb
1. Raise in a relief
- "Embossed stationery"
- synonym:
- emboss ,
- boss ,
- stamp
1. Ανακουφίζω
- "Ανάγλυφο χαρτικό"
- συνώνυμο:
- ανάγλυφο ,
- αφεντικό ,
- σφραγίδα
adjective
1. Exceptionally good
- "A boss hand at carpentry"
- "His brag cornfield"
- synonym:
- boss ,
- brag
1. Εξαιρετικά καλό
- "Ένα χέρι αφεντικό στην ξυλουργική"
- "Το καλαμπόκι του"
- συνώνυμο:
- αφεντικό ,
- μπραγκ
Examples of using
Tom's boss was a pedantic micro manager, who had to check every single thing Tom did.
Το αφεντικό του Τομ ήταν ένας μικρο-διευθυντής πενταντίας, ο οποίος έπρεπε να ελέγξει κάθε πράγμα που έκανε ο Τομ.
This man is my direct boss.
Αυτός ο άνθρωπος είναι το αφεντικό μου.
Arlan went to the boss.
Ο Άρλαν πήγε στο αφεντικό.