Translation meaning & definition of the word "bosom" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βοσός" στην ελληνική γλώσσα
Bosom
[Μπόσομ]noun
1. The chest considered as the place where secret thoughts are kept
- "His bosom was bursting with the secret"
- synonym:
- bosom
1. Το στήθος θεωρείται ως ο τόπος όπου διατηρούνται οι μυστικές σκέψεις
- "Το στήθος του έσκαγε με το μυστικό"
- συνώνυμο:
- βόσομαι
2. A person's breast or chest
- synonym:
- bosom
2. Το στήθος ή το στήθος ενός ατόμου
- συνώνυμο:
- βόσομαι
3. Cloth that covers the chest or breasts
- synonym:
- bosom
3. Πανί που καλύπτει το στήθος ή το στήθος
- συνώνυμο:
- βόσομαι
4. A close affectionate and protective acceptance
- "His willing embrace of new ideas"
- "In the bosom of the family"
- synonym:
- embrace ,
- bosom
4. Μια στενή στοργική και προστατευτική αποδοχή
- "Πρόθυμη αγκαλιά του νέων ιδεών"
- "Στο στήθος της οικογένειας"
- συνώνυμο:
- αγκαλιάζω ,
- βόσομαι
5. The locus of feelings and intuitions
- "In your heart you know it is true"
- "Her story would melt your bosom"
- synonym:
- heart ,
- bosom
5. Οι τόποι των συναισθημάτων και της διαίσθησης
- "Στην καρδιά σου ξέρεις ότι είναι αλήθεια"
- "Η ιστορία της θα λιώσει το στήθος σου"
- συνώνυμο:
- καρδιά ,
- βόσομαι
6. Either of two soft fleshy milk-secreting glandular organs on the chest of a woman
- synonym:
- breast ,
- bosom ,
- knocker ,
- boob ,
- tit ,
- titty
6. Ένα από τα δύο μαλακά σαρκώδη αδενικά όργανα που αποβάλλουν το γάλα στο στήθος μιας γυναίκας
- συνώνυμο:
- στήθος ,
- βόσομαι ,
- ρόπερ ,
- βουητό ,
- τίτλος ,
- τιτλοφόρα
verb
1. Hide in one's bosom
- "She bosomed his letters"
- synonym:
- bosom
1. Κρύβεται στο στήθος κάποιου
- "Μεταφέρει τα γράμματά του"
- συνώνυμο:
- βόσομαι
2. Squeeze (someone) tightly in your arms, usually with fondness
- "Hug me, please"
- "They embraced"
- "He hugged her close to him"
- synonym:
- embrace ,
- hug ,
- bosom ,
- squeeze
2. Συμπιέστε (αιμον) σφιχτά στα χέρια σας, συνήθως με αγάπη
- "Αγκάλιασέ με, σε παρακαλώ"
- "Αγκάλιασαν"
- "Την αγκάλιασε κοντά του"
- συνώνυμο:
- αγκαλιάζω ,
- βόσομαι ,
- συμπιέζω