Translation meaning & definition of the word "bordered" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "που συνορεύει" με την ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bordered
[Συνορεύει]/bɔrdərd/
adjective
1. Having a border especially of a specified kind
- Sometimes used as a combining term
- "Black-bordered handkerchief"
- synonym:
- bordered
1. Έχοντας ένα σύνορο ειδικά συγκεκριμένου είδους
- Μερικές φορές χρησιμοποιείται ως συνδυαστικός όρος
- "Μαύρο μαντήλι"
- συνώνυμο:
- συνορεύει