Translation meaning & definition of the word "bordello" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπορντέλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bordello
[Μπορντέλο]/bɔrdɛloʊ/
noun
1. A building where prostitutes are available
- synonym:
- whorehouse ,
- brothel ,
- bordello ,
- bagnio ,
- house of prostitution ,
- house of ill repute ,
- bawdyhouse ,
- cathouse ,
- sporting house
1. Ένα κτίριο όπου υπάρχουν διαθέσιμες πόρνες
- συνώνυμο:
- πορνείο ,
- μπορντέλο ,
- μπάνιο ,
- σπίτι της πορνείας ,
- σπίτι του απαίσιου φήμης ,
- βραδύπορασ ,
- κάθος ,
- αθλητικό σπίτι