Translation meaning & definition of the word "booth" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βραχίονας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Booth
[Σφαίρα]/buθ/
noun
1. A table (in a restaurant or bar) surrounded by two high-backed benches
- synonym:
- booth
1. Ένα τραπέζι (σε ένα εστιατόριο ή μπα) που περιβάλλεται από δύο ψηλά υποστηριζόμενα παγκάκια
- συνώνυμο:
- περίπτερο
2. Small area set off by walls for special use
- synonym:
- booth ,
- cubicle ,
- stall ,
- kiosk
2. Μικρή περιοχή που απενεργοποιείται από τους τοίχους για την ειδική χρήση
- συνώνυμο:
- περίπτερο ,
- καμπίνα ,
- παλιά
3. United states actor and assassin of president lincoln (1838-1865)
- synonym:
- Booth ,
- John Wilkes Booth
3. Ηνωμένες πολιτείες ηθοποιός και δολοφόνος του προέδρου λίνκολν (1838-1865)
- συνώνυμο:
- Σφαίρα ,
- Τζον Γουίλκς Μπουθ
4. A small shop at a fair
- For selling goods or entertainment
- synonym:
- booth
4. Ένα μικρό κατάστημα σε μια έκθεση
- Για την πώληση αγαθών ή ψυχαγωγίας
- συνώνυμο:
- περίπτερο
Examples of using
Where's the nearest telephone booth?
Πού είναι ο πλησιέστερος τηλεφωνικός θάλαμος?
I have left my umbrella in the phone booth.
Έχω αφήσει την ομπρέλα μου στο τηλεφωνικό θάλαμο.