Translation meaning & definition of the word "boot" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπότα" στην ελληνική γλώσσα
Boot
[Μπουφάν]noun
1. Footwear that covers the whole foot and lower leg
- synonym:
- boot
1. Υποδήματα που καλύπτουν ολόκληρο το πόδι και το κάτω πόδι
- συνώνυμο:
- μποτάκι
2. British term for the luggage compartment in a car
- synonym:
- boot
2. Βρετανικός όρος για το χώρο αποσκευών σε ένα αυτοκίνητο
- συνώνυμο:
- μποτάκι
3. The swift release of a store of affective force
- "They got a great bang out of it"
- "What a boot!"
- "He got a quick rush from injecting heroin"
- "He does it for kicks"
- synonym:
- bang ,
- boot ,
- charge ,
- rush ,
- flush ,
- thrill ,
- kick
3. Η γρήγορη απελευθέρωση ενός καταστήματος συναισθηματικής δύναμης
- "Πήραν ένα μεγάλο κτύπημα έξω από αυτό"
- "Τι μπότα!"
- "Πήρε μια γρήγορη βιασύνη από την έγχυση ηρωίνης"
- "Το κάνει για κλωτσιές"
- συνώνυμο:
- μπανγκ ,
- μποτάκι ,
- χρέωση ,
- βιασύνη ,
- επίπλευση ,
- συγκίνηση ,
- παραδίνω
4. Protective casing for something that resembles a leg
- synonym:
- boot
4. Προστατευτικό περίβλημα για κάτι που μοιάζει με πόδι
- συνώνυμο:
- μποτάκι
5. An instrument of torture that is used to heat or crush the foot and leg
- synonym:
- boot ,
- the boot ,
- iron boot ,
- iron heel
5. Ένα όργανο βασανιστηρίων που χρησιμοποιείται για να θερμάνει ή να συντρίψει το πόδι και το πόδι
- συνώνυμο:
- μποτάκι ,
- η μπότα ,
- σιδερένια μποτάκια ,
- σιδερένιο τακούνι
6. A form of foot torture in which the feet are encased in iron and slowly crushed
- synonym:
- boot
6. Μια μορφή βασανιστηρίων ποδιών στην οποία τα πόδια περιβάλλονται από σίδηρο και σιγά-σιγά συνθλίβονται
- συνώνυμο:
- μποτάκι
7. The act of delivering a blow with the foot
- "He gave the ball a powerful kick"
- "The team's kicking was excellent"
- synonym:
- kick ,
- boot ,
- kicking
7. Η πράξη της παράδοσης ενός χτυπήματος με το πόδι
- "Έδωσε στην μπάλα ένα ισχυρό λάκτισμα"
- "Το κλοτσιές της ομάδας ήταν εξαιρετικό"
- συνώνυμο:
- παραδίνω ,
- μποτάκι ,
- κλωτσιά
verb
1. Kick
- Give a boot to
- synonym:
- boot
1. Παραδίνω
- Δίνω μια μπότα στο
- συνώνυμο:
- μποτάκι
2. Cause to load (an operating system) and start the initial processes
- "Boot your computer"
- synonym:
- boot ,
- reboot ,
- bring up
2. Αιτία φόρτωσης (ανικού λειτουργικού συστήματος) και έναρξη των αρχικών διαδικασιών
- "Πυροβολήστε τον υπολογιστή σας"
- συνώνυμο:
- μποτάκι ,
- επανεκκίνηση ,
- αναφέρομαι