Translation meaning & definition of the word "boorish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φτωχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Boorish
[Μαυριτανικόσ]/bʊrɪʃ/
adjective
1. Ill-mannered and coarse and contemptible in behavior or appearance
- "Was boorish and insensitive"
- "The loutish manners of a bully"
- "Her stupid oafish husband"
- "Aristocratic contempt for the swinish multitude"
- synonym:
- boorish ,
- loutish ,
- neanderthal ,
- neandertal ,
- oafish ,
- swinish
1. Κακομεταχειρισμένο και χονδροειδές και περιφρονητικό στη συμπεριφορά ή την εμφάνιση
- "Ήταν ανόητο και αναίσθητο"
- "Οι άθλιοι τρόποι ενός θύτη"
- "Ο ηλίθιος οφθαλμικός σύζυγός της"
- "Αριστοκρατική περιφρόνηση για το σουηδικό πλήθος"
- συνώνυμο:
- ανάλαφρος ,
- λουτιανόσ ,
- νεάντερταλ ,
- οφώδησ ,
- σουινιστικόσ