Translation meaning & definition of the word "boondocks" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπουκέτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Boondocks
[Μπουντόκ]/bundɑks/
noun
1. A remote and undeveloped area
- synonym:
- backwoods ,
- back country ,
- boondocks ,
- hinterland
1. Μια απομακρυσμένη και ανεπτυγμένη περιοχή
- συνώνυμο:
- πίσω ξύλα ,
- πίσω χώρα ,
- παραληρητήρια ,
- ενδοχώρα