Translation meaning & definition of the word "boon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουτάλι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Boon
[Κουτάλι]/bun/
noun
1. A desirable state
- "Enjoy the blessings of peace"
- "A spanking breeze is a boon to sailors"
- synonym:
- blessing ,
- boon
1. Μια επιθυμητή κατάσταση
- "Απολαύστε τις ευλογίες της ειρήνης"
- "Ένα χτυπητό αεράκι είναι ένα όφελος για τους ναυτικούς"
- συνώνυμο:
- ευλογία ,
- βουνό
adjective
1. Very close and convivial
- "Boon companions"
- synonym:
- boon
1. Πολύ κοντά και περίεργα
- "Συντρόφους των σκουπιδιών"
- συνώνυμο:
- βουνό
Examples of using
This dictionary is great boon up to us.
Αυτό το λεξικό είναι εξαιρετικό επίδομα για εμάς.