Translation meaning & definition of the word "booming" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εισερχόμενος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Booming
[Ανατρέπω]/bumɪŋ/
adjective
1. Very lively and profitable
- "Flourishing businesses"
- "A palmy time for stockbrokers"
- "A prosperous new business"
- "Doing a roaring trade"
- "A thriving tourist center"
- "Did a thriving business in orchids"
- synonym:
- booming ,
- flourishing ,
- palmy ,
- prospering ,
- prosperous ,
- roaring ,
- thriving
1. Πολύ ζωντανό και κερδοφόρο
- "Ανθίζοντας επιχειρήσεις"
- "Μια παλιά εποχή για τους χρηματιστές"
- "Μια ευημερούσα νέα επιχείρηση"
- "Κάνοντας ένα βρυχηθμό εμπόριο"
- "Ένα ακμάζον τουριστικό κέντρο"
- "Κάντε μια ακμάζουσα επιχείρηση στις ορχιδέες"
- συνώνυμο:
- αναπτύσσεται ,
- ανθίζει ,
- παλαμαίος ,
- ευημερεί ,
- ευημερούσα ,
- βρυχώντασ ,
- ακμάζουσα
2. Used of the voice
- synonym:
- booming ,
- stentorian
2. Χρησιμοποίησε τη φωνή
- συνώνυμο:
- αναπτύσσεται ,
- στεντοριανή
Examples of using
All the industries in the city are booming.
Όλες οι βιομηχανίες της πόλης ανθίζουν.