Translation meaning & definition of the word "boob" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βραχίονας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Boob
[Βουστάζω]/bub/
noun
1. An ignorant or foolish person
- synonym:
- dumbbell ,
- dummy ,
- dope ,
- boob ,
- booby ,
- pinhead
1. Ένας αδαής ή ανόητος άνθρωπος
- συνώνυμο:
- αλτήρ ,
- ανδρείκελο ,
- ντόπε ,
- βουητό ,
- βουβώδησ ,
- περόνη
2. Either of two soft fleshy milk-secreting glandular organs on the chest of a woman
- synonym:
- breast ,
- bosom ,
- knocker ,
- boob ,
- tit ,
- titty
2. Ένα από τα δύο μαλακά σαρκώδη αδενικά όργανα που αποβάλλουν το γάλα στο στήθος μιας γυναίκας
- συνώνυμο:
- στήθος ,
- βόσομαι ,
- ρόπερ ,
- βουητό ,
- τίτλος ,
- τιτλοφόρα
verb
1. Commit a faux pas or a fault or make a serious mistake
- "I blundered during the job interview"
- synonym:
- drop the ball ,
- sin ,
- blunder ,
- boob ,
- goof
1. Διαπράξτε ένα ψεύτικο πατάρι ή ένα σφάλμα ή να κάνετε ένα σοβαρό λάθος
- "Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης εργασίας"
- συνώνυμο:
- πέτα την μπάλα ,
- αμαρτία ,
- αποσβήνω ,
- βουητό ,
- αποτυχία
Examples of using
You boob! I should not have asked you.
Μπομπ! Δεν έπρεπε να σε ρωτήσω.