Translation meaning & definition of the word "bony" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπόνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bony
[Μπόνι]/boʊni/
adjective
1. Very thin especially from disease or hunger or cold
- "Emaciated bony hands"
- "A nightmare population of gaunt men and skeletal boys"
- "Eyes were haggard and cavernous"
- "Small pinched faces"
- "Kept life in his wasted frame only by grim concentration"
- synonym:
- bony ,
- cadaverous ,
- emaciated ,
- gaunt ,
- haggard ,
- pinched ,
- skeletal ,
- wasted
1. Πολύ λεπτό ειδικά από ασθένεια ή πείνα ή κρύο
- "Εκπληκτικά οστεώδη χέρια"
- "Ένας εφιαλτικός πληθυσμός ανδρών γάντι και σκελετικών αγοριών"
- "Τα μάτια ήταν προστατευτικά και σπηλαιώδη"
- "Μικρά τσιμπημένα πρόσωπα"
- "Διατήρησε τη ζωή στο χαμένο πλαίσιό του μόνο με ζοφερή συγκέντρωση"
- συνώνυμο:
- μπόνι ,
- πτωματώδησ ,
- αδυνατίζω ,
- γάντι ,
- παραπαίουν ,
- τσιμπημένο ,
- σκελετός ,
- σπατάλη
2. Composed of or containing bone
- "Osseous tissue"
- synonym:
- osseous ,
- osteal ,
- bony
2. Αποτελείται από ή περιέχει οστό
- "Σοσώδης ιστός"
- συνώνυμο:
- οστεώδησ ,
- οστεαλική ,
- μπόνι
3. Having bones especially many or prominent bones
- "A bony shad fillet"
- "Her bony wrist"
- "Bony fish"
- synonym:
- bony ,
- boney
3. Έχοντας οστά ιδιαίτερα πολλά ή εμφανή οστά
- "Ένα φιλέτο από οστεώδη σκιά"
- "Ο οστεώδης καρπός της"
- "Μπουένι ψάρι"
- συνώνυμο:
- μπόνι ,
- μπούνεϊ
Examples of using
I ruin everything I get my bony hands on.
Καταστρέφω ό, τι παίρνω τα οστεώδη χέρια μου.