Translation meaning & definition of the word "bonsai" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπομπάνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bonsai
[Μπονσάι]/bɑnsaɪ/
noun
1. A dwarfed ornamental tree or shrub grown in a tray or shallow pot
- synonym:
- bonsai
1. Ένα νάνο διακοσμητικό δέντρο ή θάμνος που καλλιεργείται σε ένα δίσκο ή ρηχό δοχείο
- συνώνυμο:
- μπονσάι