Translation meaning & definition of the word "bonnet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπονέτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bonnet
[Μπονέτο]/bɑnət/
noun
1. A hat tied under the chin
- synonym:
- bonnet ,
- poke bonnet
1. Ένα καπέλο δεμένο κάτω από το πηγούνι
- συνώνυμο:
- καπό
2. Protective covering consisting of a metal part that covers the engine
- "There are powerful engines under the hoods of new cars"
- "The mechanic removed the cowling in order to repair the plane's engine"
- synonym:
- hood ,
- bonnet ,
- cowl ,
- cowling
2. Προστατευτικό κάλυμμα που αποτελείται από μεταλλικό μέρος που καλύπτει τον κινητήρα
- "Υπάρχουν ισχυροί κινητήρες κάτω από τις κουκούλες των νέων αυτοκινήτων"
- "Ο μηχανικός αφαίρεσε την κουδουνίστρα για να επισκευάσει τον κινητήρα του αεροπλάνου"
- συνώνυμο:
- κουκούλα ,
- καπό ,
- καουλ ,
- αγελάδα
verb
1. Dress in a bonnet
- synonym:
- bonnet
1. Φόρεμα σε ένα καπό
- συνώνυμο:
- καπό