Translation meaning & definition of the word "bonito" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπονίτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bonito
[Μπονίτο]/bənitoʊ/
noun
1. Flesh of mostly pacific food fishes of the genus sarda of the family scombridae
- Related to but smaller than tuna
- synonym:
- bonito
1. Σάρκα κυρίως τροφίμων του ειρηνικού ψάρια του γένους σάρδα της οικογένειας σκομπρίδες
- Σχετίζεται με αλλά μικρότερο από τον τόνο
- συνώνυμο:
- μπονίτο
2. Fish whose flesh is dried and flaked for japanese cookery
- May be same species as skipjack tuna
- synonym:
- bonito ,
- oceanic bonito ,
- Katsuwonus pelamis
2. Ψάρια των οποίων η σάρκα ξηραίνεται και ξεπλένεται για ιαπωνική κουζίνα
- Μπορεί να είναι το ίδιο είδος με τον τόνο
- συνώνυμο:
- μπονίτο ,
- ωκεάνιο μπονίτο ,
- Κατσούβουνος πελάμης
3. Any of various scombroid fishes intermediate in size and characteristics between mackerels and tunas
- synonym:
- bonito
3. Οποιοδήποτε από τα διάφορα ψάρια του σκομπροειδούς ενδιάμεσου μεγέθους και των χαρακτηριστικών μεταξύ των σκουμπριών και του τόνου
- συνώνυμο:
- μπονίτο