Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "bondage" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δολεία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Bondage

[Δουλεία]
/bɑndɪʤ/

noun

1. The state of being under the control of a force or influence or abstract power

  • "He was in bondage to fear:
  • "He sought release from his bondage to satan"
  • "A self freed from the bondage of time"
    synonym:
  • bondage

1. Η κατάσταση του να είναι κάτω από τον έλεγχο μιας δύναμης ή επιρροής ή αφηρημένη δύναμη

  • "Ήταν σε δουλεία με το φόβο:
  • "Ζήτησε την απελευθέρωση από τη δουλεία του στον σατανά"
  • "Ένας εαυτός απελευθερωμένος από τη δουλεία του χρόνου"
    συνώνυμο:
  • δουλεία

2. The state of being under the control of another person

    synonym:
  • bondage
  • ,
  • slavery
  • ,
  • thrall
  • ,
  • thralldom
  • ,
  • thraldom

2. Η κατάσταση του να είναι κάτω από τον έλεγχο ενός άλλου ατόμου

    συνώνυμο:
  • δουλεία
  • ,
  • παραλία
  • ,
  • θράλντομ
  • ,
  • παλαιότητα

3. Sexual practice that involves physically restraining (by cords or handcuffs) one of the partners

    synonym:
  • bondage

3. Σεξουαλική πρακτική που περιλαμβάνει σωματική περιορισμό (από κορδόνια ή χειροπέδες) ένας από τους συντρόφους

    συνώνυμο:
  • δουλεία