Translation meaning & definition of the word "bomb" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βόμβα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bomb
[Βόμβα]/bɑm/
noun
1. An explosive device fused to explode under specific conditions
- synonym:
- bomb
1. Μια εκρηκτική συσκευή που λιώνεται για να εκραγεί υπό συγκεκριμένες συνθήκες
- συνώνυμο:
- βόμβα
2. Strong sealed vessel for measuring heat of combustion
- synonym:
- bomb calorimeter ,
- bomb
2. Ισχυρό σφραγισμένο δοχείο για τη μέτρηση της θερμότητας της καύσης
- συνώνυμο:
- θερμιδόμετρο βόμβας ,
- βόμβα
3. An event that fails badly or is totally ineffectual
- "The first experiment was a real turkey"
- "The meeting was a dud as far as new business was concerned"
- synonym:
- turkey ,
- bomb ,
- dud
3. Ένα γεγονός που αποτυγχάνει άσχημα ή είναι εντελώς αναποτελεσματικό
- "Το πρώτο πείραμα ήταν μια πραγματική γαλοπούλα"
- "Η συνάντηση ήταν ένας μάγκας όσον αφορά τις νέες επιχειρήσεις"
- συνώνυμο:
- τουρκία ,
- βόμβα ,
- ντουντ
verb
1. Throw bombs at or attack with bombs
- "The americans bombed dresden"
- synonym:
- bombard ,
- bomb
1. Πέτα βόμβες ή επίθεση με βόμβες
- "Οι αμερικανοί βομβάρδισαν τη δρέσδη"
- συνώνυμο:
- βομβαρδίζω ,
- βόμβα
2. Fail to get a passing grade
- "She studied hard but failed nevertheless"
- "Did i fail the test?"
- synonym:
- fail ,
- flunk ,
- bomb ,
- flush it
2. Αποτύχει να πάρει έναν περαστικό βαθμό
- "Μελέτησε σκληρά αλλά απέτυχε παρ' όλα αυτά"
- "Απέτυχα στο τεστ?"
- συνώνυμο:
- αποτυγχάνω ,
- παραπαίω ,
- βόμβα ,
- ξεπλύνετε
Examples of using
A bomb from the time of World War II has exploded at a building site in Germany, killing at least one person.
Μια βόμβα από την εποχή του Α ́ Παγκοσμίου Πολέμου έχει εκραγεί σε ένα εργοτάξιο στη Γερμανία, σκοτώνοντας τουλάχιστον ένα άτομο.
The invention of the nuclear bomb means that we are capable of destroying ourselves.
Η εφεύρεση της πυρηνικής βόμβας σημαίνει ότι είμαστε σε θέση να καταστρέψουμε τον εαυτό μας.
I dropped a bomb on Moscow.
Έριξα βόμβα στη Μόσχα.