Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "bolt" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπουλόνι" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Bolt

[Μπολτ]
/boʊlt/

noun

1. A discharge of lightning accompanied by thunder

    synonym:
  • thunderbolt
  • ,
  • bolt
  • ,
  • bolt of lightning

1. Μια απαλλαγή αστραπής που συνοδεύεται από βροντή

    συνώνυμο:
  • κεραυνός
  • ,
  • μπουλόνι
  • ,
  • βίδα αστραπής

2. A sliding bar in a breech-loading firearm that ejects an empty cartridge and replaces it and closes the breech

    synonym:
  • bolt

2. Μια συρόμενη μπάρα σε ένα πυροβόλο όπλο που φορτώνει ένα άδειο φυσίγγιο και το αντικαθιστά και κλείνει το προβάδισμα

    συνώνυμο:
  • μπουλόνι

3. The part of a lock that is engaged or withdrawn with a key

    synonym:
  • bolt
  • ,
  • deadbolt

3. Το τμήμα μιας κλειδαριάς που εμπλέκεται ή αποσύρεται με ένα κλειδί

    συνώνυμο:
  • μπουλόνι
  • ,
  • αδιέξοδο

4. The act of moving with great haste

  • "He made a dash for the door"
    synonym:
  • dash
  • ,
  • bolt

4. Η πράξη της μετακίνησης με μεγάλη βιασύνη

  • "Έβαλε μια παύλα για την πόρτα"
    συνώνυμο:
  • ταμπλό
  • ,
  • μπουλόνι

5. A roll of cloth or wallpaper of a definite length

    synonym:
  • bolt

5. Ένας ρόλος του υφάσματος ή της ταπετσαρίας ενός ορισμένου μήκους

    συνώνυμο:
  • μπουλόνι

6. A screw that screws into a nut to form a fastener

    synonym:
  • bolt

6. Μια βίδα που βιδώνει σε ένα καρύδι για να διαμορφώσει ένα συνδετήρα

    συνώνυμο:
  • μπουλόνι

7. A sudden abandonment (as from a political party)

    synonym:
  • bolt

7. Μια ξαφνική εγκατάλειψη (ας από ένα πολιτικό κόμμα)

    συνώνυμο:
  • μπουλόνι

verb

1. Move or jump suddenly

  • "She bolted from her seat"
    synonym:
  • bolt

1. Μετακινήστε ή πηδήξτε ξαφνικά

  • "Βγάλει από το κάθισμά της"
    συνώνυμο:
  • μπουλόνι

2. Secure or lock with a bolt

  • "Bolt the door"
    synonym:
  • bolt

2. Ασφαλίστε ή κλειδώστε με ένα μπουλόνι

  • "Καταστρέψτε την πόρτα"
    συνώνυμο:
  • μπουλόνι

3. Swallow hastily

    synonym:
  • bolt

3. Καταπιείτε βιαστικά

    συνώνυμο:
  • μπουλόνι

4. Run away

  • Usually includes taking something or somebody along
  • "The thief made off with our silver"
  • "The accountant absconded with the cash from the safe"
    synonym:
  • abscond
  • ,
  • bolt
  • ,
  • absquatulate
  • ,
  • decamp
  • ,
  • run off
  • ,
  • go off
  • ,
  • make off

4. Τρέχω μακριά

  • Συνήθως περιλαμβάνει τη λήψη κάποιου ή κάποιου άλλου
  • "Ο κλέφτης απογειώθηκε με το ασήμι μας"
  • "Ο λογιστής διέφυγε με τα μετρητά από το χρηματοκιβώτιο"
    συνώνυμο:
  • απέχω
  • ,
  • μπουλόνι
  • ,
  • απαλλάσσω
  • ,
  • ντεκαμπίνα
  • ,
  • τρέχω
  • ,
  • πηγαίνω
  • ,
  • αποφεύγω

5. Leave suddenly and as if in a hurry

  • "The listeners bolted when he discussed his strange ideas"
  • "When she started to tell silly stories, i ran out"
    synonym:
  • run off
  • ,
  • run out
  • ,
  • bolt
  • ,
  • bolt out
  • ,
  • beetle off

5. Φύγε ξαφνικά και σαν να βιάζεσαι

  • "Οι ακροατές αμαυρώθηκαν όταν συζήτησε τις παράξενες ιδέες του"
  • "Όταν άρχισε να λέει ανόητες ιστορίες, έτρεξα έξω"
    συνώνυμο:
  • τρέχω
  • ,
  • μπουλόνι
  • ,
  • βγάζω το βούλωμα
  • ,
  • αποστασιοποιημένοσ

6. Eat hastily without proper chewing

  • "Don't bolt your food!"
    synonym:
  • gobble
  • ,
  • bolt

6. Τρώτε βιαστικά χωρίς να μασάτε σωστά

  • "Μην βιδώνετε το φαγητό σας!"
    συνώνυμο:
  • περιστρέφομαι
  • ,
  • μπουλόνι

7. Make or roll into bolts

  • "Bolt fabric"
    synonym:
  • bolt

7. Κάνετε ή κυλήστε στα μπουλόνια

  • "Ύφασμα μπουλονιού"
    συνώνυμο:
  • μπουλόνι

adverb

1. In a rigid manner

  • "The body was rigidly erect"
  • "He sat bolt upright"
    synonym:
  • rigidly
  • ,
  • stiffly
  • ,
  • bolt

1. Με άκαμπτο τρόπο

  • "Το σώμα ήταν άκαμπτα όρθιο"
  • "Κάθισε το μπουλόνι όρθιο"
    συνώνυμο:
  • άκαμπτα
  • ,
  • μπουλόνι

2. Directly

  • "He ran bang into the pole"
  • "Ran slap into her"
    synonym:
  • bang
  • ,
  • slap
  • ,
  • slapdash
  • ,
  • smack
  • ,
  • bolt

2. Άμεσα

  • "Έτρεξε χτύπημα στον πόλο"
  • "Και χαστούκισε μέσα της"
    συνώνυμο:
  • μπανγκ
  • ,
  • χαστούκι
  • ,
  • πασαλειμμένοσ
  • ,
  • αποστραγγίζω
  • ,
  • μπουλόνι

Examples of using

Doesn't that bolt seem loose?
Δεν φαίνεται αυτό το μπουλόνι χαλαρό?
His death was a bolt from the blue.
Ο θάνατός του ήταν ένα μπουλόνι από το μπλε.
The news of his death reached as a bolt from the blue.
Η είδηση του θανάτου του έφτασε ως ένα μπουλόνι από το μπλε.