Translation meaning & definition of the word "bolt" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "μπουλόνι" στην ελληνική γλώσσα
Bolt
[Μπουλόνι]noun
1. A discharge of lightning accompanied by thunder
- synonym:
- thunderbolt ,
- bolt ,
- bolt of lightning
1. Μια απόρριψη κεραυνού που συνοδεύεται από βροντή
- συνώνυμο:
- κεραυνός ,
- μπουλόνι
2. A sliding bar in a breech-loading firearm that ejects an empty cartridge and replaces it and closes the breech
- synonym:
- bolt
2. Μια συρόμενη ράβδος σε ένα πυροβόλο όπλο που γεμίζει με κλείστρο που εκτοξεύει ένα άδειο φυσίγγιο και το αντικαθιστά και κλείνει το κλείστρο
- συνώνυμο:
- μπουλόνι
3. The part of a lock that is engaged or withdrawn with a key
- synonym:
- bolt ,
- deadbolt
3. Το τμήμα μιας κλειδαριάς που είναι ενεργοποιημένο ή αποσύρεται με ένα κλειδί
- συνώνυμο:
- μπουλόνι ,
- νεκρό σημείο
4. The act of moving with great haste
- "He made a dash for the door"
- synonym:
- dash ,
- bolt
4. Η πράξη της μετακίνησης με μεγάλη βιασύνη
- "Έκανε μια παύλα για την πόρτα"
- συνώνυμο:
- παύλα ,
- μπουλόνι
5. A roll of cloth or wallpaper of a definite length
- synonym:
- bolt
5. Ένα ρολό ύφασμα ή ταπετσαρία συγκεκριμένου μήκους
- συνώνυμο:
- μπουλόνι
6. A screw that screws into a nut to form a fastener
- synonym:
- bolt
6. Μια βίδα που βιδώνει σε ένα παξιμάδι για να σχηματίσει έναν συνδετήρα
- συνώνυμο:
- μπουλόνι
7. A sudden abandonment (as from a political party)
- synonym:
- bolt
7. Μια ξαφνική εγκατάλειψη (όπως από ένα πολιτικό κόμμα)
- συνώνυμο:
- μπουλόνι
verb
1. Move or jump suddenly
- "She bolted from her seat"
- synonym:
- bolt
1. Κουνηθείτε ή πηδήξτε ξαφνικά
- "Βίδωσε από το κάθισμά της"
- συνώνυμο:
- μπουλόνι
2. Secure or lock with a bolt
- "Bolt the door"
- synonym:
- bolt
2. Ασφαλίστε ή κλειδώστε με ένα μπουλόνι
- "Μπουλουριάστε την πόρτα"
- συνώνυμο:
- μπουλόνι
3. Swallow hastily
- synonym:
- bolt
3. Καταπιείτε βιαστικά
- συνώνυμο:
- μπουλόνι
4. Run away
- Usually includes taking something or somebody along
- "The thief made off with our silver"
- "The accountant absconded with the cash from the safe"
- synonym:
- abscond ,
- bolt ,
- absquatulate ,
- decamp ,
- run off ,
- go off ,
- make off
4. Τρέξτε μακριά
- Συνήθως περιλαμβάνει το να πάρετε κάτι ή κάποιον μαζί
- "Ο κλέφτης έφυγε με το ασήμι μας"
- "Ο λογιστής διέφυγε με τα μετρητά από το χρηματοκιβώτιο"
- συνώνυμο:
- διαφεύγω ,
- μπουλόνι ,
- απολαμβάνω ,
- αποστρατεύω ,
- τρέχω ,
- εκτοξεύομαι ,
- αποκαθιστώ
5. Leave suddenly and as if in a hurry
- "The listeners bolted when he discussed his strange ideas"
- "When she started to tell silly stories, i ran out"
- synonym:
- run off ,
- run out ,
- bolt ,
- bolt out ,
- beetle off
5. Φύγε ξαφνικά και σαν να βιάζεσαι
- "Οι ακροατές βίδωσαν όταν συζήτησε τις περίεργες ιδέες του"
- "Όταν άρχισε να λέει ανόητες ιστορίες, τελείωσα"
- συνώνυμο:
- τρέχω ,
- τελειώνω ,
- μπουλόνι ,
- βιδώνω ,
- σκαθάρι
6. Eat hastily without proper chewing
- "Don't bolt your food!"
- synonym:
- gobble ,
- bolt
6. Φάτε βιαστικά χωρίς το κατάλληλο μάσημα
- "Μην βιδώνεις το φαγητό σου!"
- συνώνυμο:
- καταβροχθίζω ,
- μπουλόνι
7. Make or roll into bolts
- "Bolt fabric"
- synonym:
- bolt
7. Κάντε ή κυλήστε σε μπουλόνια
- "Ύφασμα μπουλονιού"
- συνώνυμο:
- μπουλόνι
adverb
1. In a rigid manner
- "The body was rigidly erect"
- "He sat bolt upright"
- synonym:
- rigidly ,
- stiffly ,
- bolt
1. Με άκαμπτο τρόπο
- "Το σώμα ήταν άκαμπτα όρθιο"
- "Κάθισε όρθιο το μπουλόνι"
- συνώνυμο:
- άκαμπτα ,
- μπουλόνι
2. Directly
- "He ran bang into the pole"
- "Ran slap into her"
- synonym:
- bang ,
- slap ,
- slapdash ,
- smack ,
- bolt
2. Άμεσα
- "Έτρεξε χτύπησε στο κοντάρι"
- "Έτρεξε χαστούκι μέσα της"
- συνώνυμο:
- μπαμ ,
- χαστούκι ,
- παλιοπαλλικαράς ,
- smack ,
- μπουλόνι