Translation meaning & definition of the word "bolivia" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βολιβία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bolivia
[Βολιβία]/bəlɪviə/
noun
1. A landlocked republic in central south america
- Simon bolivar founded bolivia in 1825 after winning independence from spain
- synonym:
- Bolivia ,
- Republic of Bolivia
1. Μια μεσόγεια δημοκρατία στην κεντρική νότια αμερική
- Ο σάιμον μπολίβαρ ίδρυσε τη βολιβία το 1825 μετά την ανεξαρτησία του από την ισπανία
- συνώνυμο:
- Βολιβία
2. A form of canasta in which sequences can be melded
- synonym:
- bolivia
2. Μια μορφή κανάστας στην οποία μπορούν να συγχωνευθούν ακολουθίες
- συνώνυμο:
- βολιβία