Translation meaning & definition of the word "boldness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τόλμη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Boldness
[Τόλμη]/boʊldnəs/
noun
1. The trait of being willing to undertake things that involve risk or danger
- "The proposal required great boldness"
- "The plan required great hardiness of heart"
- synonym:
- boldness ,
- daring ,
- hardiness ,
- hardihood
1. Το χαρακτηριστικό του να είσαι πρόθυμος να αναλάβεις πράγματα που συνεπάγονται κίνδυνο ή κίνδυνο
- "Η πρόταση απαιτούσε μεγάλη τόλμη"
- "Το σχέδιο απαιτούσε μεγάλη σκληρότητα της καρδιάς"
- συνώνυμο:
- τόλμη ,
- τολμηρός ,
- σκληρότητα
2. Impudent aggressiveness
- "I couldn't believe her boldness"
- "He had the effrontery to question my honesty"
- synonym:
- boldness ,
- nerve ,
- brass ,
- face ,
- cheek
2. Απαράδεκτη επιθετικότητα
- "Δεν μπορούσα να πιστέψω την τόλμη της"
- "Είχε την αρχή για να αμφισβητήσει την ειλικρίνειά μου"
- συνώνυμο:
- τόλμη ,
- νεύρο ,
- ορείχαλκος ,
- πρόσωπο ,
- μάγουλο
3. The quality of standing out strongly and distinctly
- synonym:
- boldness ,
- strikingness
3. Η ποιότητα του να ξεχωρίζεις έντονα και ξεκάθαρα
- συνώνυμο:
- τόλμη ,
- εντυπωσιακότητα