Translation meaning & definition of the word "boldly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταλαιπωρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Boldly
[Ταλαιπωρημένα]/boʊldli/
adverb
1. With boldness, in a bold manner
- "We must tackle these tasks boldly"
- synonym:
- boldly
1. Με τόλμη, με τολμηρό τρόπο
- "Πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτά τα καθήκοντα με τόλμη"
- συνώνυμο:
- με τόλμη