Translation meaning & definition of the word "bold" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τόλμη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bold
[Επιπλέω]/boʊld/
noun
1. A typeface with thick heavy lines
- synonym:
- boldface ,
- bold face ,
- bold
1. Μια γραμματοσειρά με παχιές βαριές γραμμές
- συνώνυμο:
- τολμηρόσ ,
- τολμηρό πρόσωπο ,
- τολμηρός
adjective
1. Fearless and daring
- "Bold settlers on some foreign shore"
- "A bold speech"
- "A bold adventure"
- synonym:
- bold
1. Ατρόμητος και τολμηρός
- "Τολμηροί έποικοι σε κάποια ξένη ακτή"
- "Τολμηρή ομιλία"
- "Τολμηρή περιπέτεια"
- συνώνυμο:
- τολμηρός
2. Clear and distinct
- "Bold handwriting"
- "A figure carved in bold relief"
- "A bold design"
- synonym:
- bold
2. Σαφής και ξεχωριστός
- "Τρυφερή γραφή"
- "Μια φιγούρα σκαλισμένη με έντονη ανακούφιση"
- "Ένας τολμηρός σχεδιασμός"
- συνώνυμο:
- τολμηρός
3. Very steep
- Having a prominent and almost vertical front
- "A bluff headland"
- "Where the bold chalk cliffs of england rise"
- "A sheer descent of rock"
- synonym:
- bluff ,
- bold ,
- sheer
3. Πολύ απότομο
- Έχοντας ένα προεξέχον και σχεδόν κάθετο μέτωπο
- "Μια μπλόφα ακρωτήρι"
- "Εκεί που υψώνονται οι τολμηροί βράχοι κιμωλίας της αγγλίας"
- "Μια καθαρή κάθοδος του βράχου"
- συνώνυμο:
- μπλόφα ,
- τολμηρός ,
- καθαρός
Examples of using
We marveled at his bold attempt.
Θαυμάσαμε την τολμηρή προσπάθειά του.
They should have bold ideas.
Πρέπει να έχουν τολμηρές ιδέες.