Translation meaning & definition of the word "boisterous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φοβερό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Boisterous
[Βωμολοχίασ]/bɔɪstərəs/
adjective
1. Noisy and lacking in restraint or discipline
- "A boisterous crowd"
- "A social gathering that became rambunctious and out of hand"
- "A robustious group of teenagers"
- "Beneath the rumbustious surface of his paintings is sympathy for the vulnerability of ordinary human beings"
- "An unruly class"
- synonym:
- boisterous ,
- rambunctious ,
- robustious ,
- rumbustious ,
- unruly
1. Θορυβώδες και χωρίς συγκράτηση ή πειθαρχία
- "Ένα πολύ ωραίο πλήθος"
- "Μια κοινωνική συγκέντρωση που έγινε επιπόλαιη και εκτός χεριού"
- "Μια ισχυρή ομάδα εφήβων"
- "Μπένετε τη θολή επιφάνεια των έργων του είναι η συμπάθεια για την ευπάθεια των απλών ανθρώπων"
- "Μια απείθαρχη τάξη"
- συνώνυμο:
- βυζαντινόσ ,
- επιπόλαιοσ ,
- ανθεκτικός ,
- απεχθής ,
- απείθαρχοσ
2. Full of rough and exuberant animal spirits
- "Boisterous practical jokes"
- "Knockabout comedy"
- synonym:
- boisterous ,
- knockabout
2. Γεμάτο από τραχιά και πληθωρικά πνεύματα των ζώων
- "Φοβερά πρακτικά αστεία"
- "Κωμωδία του νοκ"
- συνώνυμο:
- βυζαντινόσ ,
- ανακατώνω
3. Violently agitated and turbulent
- "Boisterous winds and waves"
- "The fierce thunders roar me their music"- ezra pound
- "Rough weather"
- "Rough seas"
- synonym:
- boisterous ,
- fierce ,
- rough
3. Βίαια ταραγμένος και ταραγμένος
- "Βαρείς άνεμοι και κύματα"
- "Οι άγριοι βροντές μου βρυχώνουν τη μουσική τους" - έζρα πούντ
- "Από τον καιρό"
- "Από τις θάλασσες"
- συνώνυμο:
- βυζαντινόσ ,
- σκληρός ,
- τραχύς