Translation meaning & definition of the word "boiler" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λέβητας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Boiler
[Λέβητασ]/bɔɪlər/
noun
1. Sealed vessel where water is converted to steam
- synonym:
- boiler ,
- steam boiler
1. Σφραγισμένο σκάφος όπου το νερό μετατρέπεται σε ατμό
- συνώνυμο:
- λέβητας ,
- λέβητας ατμού
2. A metal pot for stewing or boiling
- Usually has a lid
- synonym:
- kettle ,
- boiler
2. Ένα μεταλλικό δοχείο για βράσιμο ή βράσιμο
- Συνήθως έχει καπάκι
- συνώνυμο:
- βραστήρας ,
- λέβητας
Examples of using
Give me a reading on that meter near the boiler.
Δώστε μου μια ανάγνωση σε εκείνο το μέτρο κοντά στο λέβητα.