Translation meaning & definition of the word "bog" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκύλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bog
[Μπογκ]/bɑg/
noun
1. Wet spongy ground of decomposing vegetation
- Has poorer drainage than a swamp
- Soil is unfit for cultivation but can be cut and dried and used for fuel
- synonym:
- bog ,
- peat bog
1. Υγρό σπογγώδες έδαφος αποσύνθεσης της βλάστησης
- Έχει φτωχότερη αποστράγγιση από έναν βάλτο
- Το έδαφος είναι ακατάλληλο για καλλιέργεια, αλλά μπορεί να κοπεί και να στεγνώσει και να χρησιμοποιηθεί για καύσιμα
- συνώνυμο:
- μπογκ ,
- τύρφη
verb
1. Cause to slow down or get stuck
- "The vote would bog down the house"
- synonym:
- bog down ,
- bog
1. Αιτία να επιβραδύνει ή να κολλήσει
- "Η ψηφοφορία θα καταστρέψει το σπίτι"
- συνώνυμο:
- πετώ ,
- μπογκ
2. Get stuck while doing something
- "She bogged down many times while she wrote her dissertation"
- synonym:
- bog down ,
- bog
2. Πάρτε κολλήσει ενώ κάνει κάτι
- "Μαστίγωσε πολλές φορές ενώ έγραψε τη διατριβή της"
- συνώνυμο:
- πετώ ,
- μπογκ
Examples of using
It's back there somewhere, through the bog.
Είναι πίσω εκεί κάπου, μέσα από τον βάλτο.