Translation meaning & definition of the word "bock" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπλοκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bock
[Μπουκέτο]/bɑk/
noun
1. A very strong lager traditionally brewed in the fall and aged through the winter for consumption in the spring
- synonym:
- bock ,
- bock beer
1. Ένας πολύ ισχυρός λάγκερ παραδοσιακά παρασκευάζεται το φθινόπωρο και παλαιώνει μέσα στο χειμώνα για κατανάλωση την άνοιξη
- συνώνυμο:
- μποκ ,
- μπίρα τεμαχισμού