Translation meaning & definition of the word "bob" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπομπ" στην ελληνική γλώσσα
Bob
[Μπομπ]noun
1. A former monetary unit in great britain
- synonym:
- British shilling ,
- shilling ,
- bob
1. Πρώην νομισματική μονάδα στη μεγάλη βρετανία
- συνώνυμο:
- Βρετανικό σελίνι ,
- σελίνι ,
- μπομπ
2. A hair style for women and children
- A short haircut all around
- synonym:
- bob
2. Ένα στυλ μαλλιών για γυναίκες και παιδιά
- Ένα σύντομο κούρεμα παντού
- συνώνυμο:
- μπομπ
3. A long racing sled (for 2 or more people) with a steering mechanism
- synonym:
- bobsled ,
- bobsleigh ,
- bob
3. Ένα μακρύ αγωνιστικό έλκηθρο (για 2 ή περισσότερα άτομα) με μηχανισμό οδήγησης
- συνώνυμο:
- πατούσαν ,
- παρατηρώ ,
- μπομπ
4. A hanging weight, especially a metal ball on a string
- synonym:
- bob
4. Ένα κρεμαστό βάρος, ειδικά μια μεταλλική μπάλα σε μια χορδή
- συνώνυμο:
- μπομπ
5. A small float usually made of cork
- Attached to a fishing line
- synonym:
- bob ,
- bobber ,
- cork ,
- bobfloat
5. Ένα μικρό πλωτήρα συνήθως από φελλό
- Συνδεδεμένος με μια γραμμή αλιείας
- συνώνυμο:
- μπομπ ,
- παλαβός ,
- κορκ ,
- πλωτόσ
6. A short or shortened tail of certain animals
- synonym:
- bobtail ,
- bob ,
- dock
6. Μια σύντομη ή συντομευμένη ουρά ορισμένων ζώων
- συνώνυμο:
- παλιάνθρωποσ ,
- μπομπ ,
- αποβάθρα
7. A short abrupt inclination (as of the head)
- "He gave me a short bob of acknowledgement"
- synonym:
- bob
7. Μια σύντομη απότομη κλίση (ας του κεφαλιού)
- "Μου έδωσε ένα μικρό κουτί αναγνώρισης"
- συνώνυμο:
- μπομπ
verb
1. Move up and down repeatedly
- "Her rucksack bobbed gently on her back"
- synonym:
- bob
1. Μετακινηθείτε πάνω και κάτω επανειλημμένα
- "Το σακίδιο της τραβήχτηκε απαλά στην πλάτη της"
- συνώνυμο:
- μπομπ
2. Ride a bobsled
- "The boys bobbed down the hill screaming with pleasure"
- synonym:
- bobsled ,
- bob
2. Βόλτα με τα βούτυρα
- "Τα αγόρια έσκυψαν κάτω από το λόφο ουρλιάζοντας με ευχαρίστηση"
- συνώνυμο:
- πατούσαν ,
- μπομπ
3. Remove or shorten the tail of an animal
- synonym:
- dock ,
- tail ,
- bob
3. Αφαιρέστε ή συντομεύστε την ουρά ενός ζώου
- συνώνυμο:
- αποβάθρα ,
- ουρά ,
- μπομπ
4. Make a curtsy
- Usually done only by girls and women
- As a sign of respect
- "She curtsied when she shook the queen's hand"
- synonym:
- curtsy ,
- bob
4. Φτιάχνω ένα τσαλάκωμα
- Συνήθως γίνεται μόνο από κορίτσια και γυναίκες
- Ως ένδειξη σεβασμού
- "Κατέρρευσε όταν κούνησε το χέρι της βασίλισσας"
- συνώνυμο:
- παραπλανητικόσ ,
- μπομπ
5. Cut hair in the style of a bob
- "Bernice bobs her hair these days!"
- synonym:
- bob
5. Κόψτε τα μαλλιά στο στυλ ενός μπομπ
- "Η μπέρνικα κουνάει τα μαλλιά της αυτές τις μέρες!"
- συνώνυμο:
- μπομπ