Translation meaning & definition of the word "boatload" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φορτίο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Boatload
[Φορτίο]/boʊtloʊd/
noun
1. The amount of cargo that can be held by a boat or ship or a freight car
- "He imported wine by the boatload"
- synonym:
- boatload ,
- shipload ,
- carload
1. Το ποσό του φορτίου που μπορεί να κατέχει ένα σκάφος ή ένα πλοίο ή ένα εμπορευματικό αυτοκίνητο
- "Εισήγαγε κρασί με το φορτίο του σκάφους"
- συνώνυμο:
- φορτίο βάρκας ,
- φορτίο πλοίου ,
- φορτίο αυτοκινήτου