Translation meaning & definition of the word "boathouse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπούτι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Boathouse
[Μπουφέ]/boʊthaʊs/
noun
1. A shed at the edge of a river or lake
- Used to store boats
- synonym:
- boathouse
1. Ένα υπόστεγο στην άκρη ενός ποταμού ή λίμνης
- Χρησιμοποιείται για την αποθήκευση σκαφών
- συνώνυμο:
- μπουτόν