Translation meaning & definition of the word "boat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βάρκα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Boat
[Βάρκα]/boʊt/
noun
1. A small vessel for travel on water
- synonym:
- boat
1. Ένα μικρό σκάφος για ταξίδια στο νερό
- συνώνυμο:
- βάρκα
2. A dish (often boat-shaped) for serving gravy or sauce
- synonym:
- gravy boat ,
- gravy holder ,
- sauceboat ,
- boat
2. Ένα πιάτο σε σχήμα σκάφους ( για το σερβίρισμα σάλτσας ή σάλτσας
- συνώνυμο:
- βάρκα της σάβιας ,
- κάτοχος της σάλτσας ,
- σαλτσιέρα ,
- βάρκα
verb
1. Ride in a boat on water
- synonym:
- boat
1. Βόλτα σε μια βάρκα στο νερό
- συνώνυμο:
- βάρκα
Examples of using
Can you sail a boat?
Μπορείτε να πλεύσετε ένα σκάφος?
My boat ran aground on a sandbar.
Το σκάφος μου τρέχει πάνω σε έναν αμμοβολή.
That boat has pretty sails.
Αυτό το σκάφος έχει πολύ όμορφα πανιά.