Translation meaning & definition of the word "boastful" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "αισχρό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Boastful
[Καυτός]/boʊstfəl/
adjective
1. Exhibiting self-importance
- "Big talk"
- synonym:
- boastful ,
- braggart(a) ,
- bragging(a) ,
- braggy ,
- big ,
- cock-a-hoop ,
- crowing ,
- self-aggrandizing ,
- self-aggrandising
1. Επιδεικνύοντας αυτοεκτίμηση
- "Μεγάλη συζήτηση"
- συνώνυμο:
- καυχησιάρησ ,
- μπραγκαρτ(α) ,
- μπρακετζαριά( ,
- παλαβός ,
- μεγάλος ,
- πούτσος-α-χοπ ,
- λαλεί ,
- αυτοπεριπλανώμενοσ