Translation meaning & definition of the word "boast" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναζήτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Boast
[Κατασκευαστήσ]/boʊst/
noun
1. Speaking of yourself in superlatives
- synonym:
- boast ,
- boasting ,
- self-praise ,
- jactitation
1. Μιλώντας για τον εαυτό σας σε υπερτακτικά
- συνώνυμο:
- καυχιέται ,
- αυτοεκτίμηση ,
- επιτήρηση
verb
1. Show off
- synonym:
- boast ,
- tout ,
- swash ,
- shoot a line ,
- brag ,
- gas ,
- blow ,
- bluster ,
- vaunt ,
- gasconade
1. Επιδεικνύω
- συνώνυμο:
- καυχιέται ,
- περιπλανώμαι ,
- πλημμυρίζω ,
- πυροβολώ ,
- μπραγκ ,
- αέριο ,
- χτύπημα ,
- αστραπή ,
- αποτυγχάνω ,
- αεριοφυλάκιο
2. Wear or display in an ostentatious or proud manner
- "She was sporting a new hat"
- synonym:
- sport ,
- feature ,
- boast
2. Φορέστε ή εμφανίστε με επιδεικτικό ή υπερήφανο τρόπο
- "Σπόρτισε ένα νέο καπέλο"
- συνώνυμο:
- αθλητισμός ,
- χαρακτηριστικό ,
- καυχιέται
Examples of using
Great boast and small roast.
Υπέροχο καυχητήριο και μικρό ψητό.
He was apt to boast of his knowledge.
Ήταν ικανός να καυχηθεί για τις γνώσεις του.
He likes to boast about his father's successful automobile business.
Του αρέσει να καυχιέται για την επιτυχημένη αυτοκινητοβιομηχανία του πατέρα του.