Translation meaning & definition of the word "boardwalk" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περίπατος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Boardwalk
[Επιτραπέζιο πεζοδρόμιο]/bɔrdwɔk/
noun
1. A walkway made of wooden boards
- Usually at seaside
- synonym:
- boardwalk
1. Ένας διάδρομος από ξύλινες σανίδες
- Συνήθως στην παραλία
- συνώνυμο:
- πεζοδρόμιο