Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "board" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πίνακας" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Board

[Διοικητικό Συμβούλιο]
/bɔrd/

noun

1. A committee having supervisory powers

  • "The board has seven members"
    synonym:
  • board

1. Μια επιτροπή με εποπτικές εξουσίες

  • "Το διοικητικό συμβούλιο έχει επτά μέλη"
    συνώνυμο:
  • πίνακας

2. A stout length of sawn timber

  • Made in a wide variety of sizes and used for many purposes
    synonym:
  • board
  • ,
  • plank

2. Ένα σταθερό μήκος πριονισμένης ξυλείας

  • Κατασκευάζεται σε μεγάλη ποικιλία μεγεθών και χρησιμοποιείται για πολλούς σκοπούς
    συνώνυμο:
  • πίνακας
  • ,
  • πλανκ

3. A flat piece of material designed for a special purpose

  • "He nailed boards across the windows"
    synonym:
  • board

3. Ένα επίπεδο κομμάτι του υλικού που σχεδιάζεται για έναν ειδικό σκοπό

  • "Καρφώνει τα παράθυρα"
    συνώνυμο:
  • πίνακας

4. Food or meals in general

  • "She sets a fine table"
  • "Room and board"
    synonym:
  • board
  • ,
  • table

4. Τρόφιμα ή γεύματα γενικά

  • "Σερβίρει ένα ωραίο τραπέζι"
  • "Δωμάτιο και ταμπλό"
    συνώνυμο:
  • πίνακας

5. A vertical surface on which information can be displayed to public view

    synonym:
  • display panel
  • ,
  • display board
  • ,
  • board

5. Μια κάθετη επιφάνεια στην οποία οι πληροφορίες μπορούν να εμφανιστούν στη δημόσια προβολή

    συνώνυμο:
  • πίνακας επίδειξης
  • ,
  • πίνακας

6. A table at which meals are served

  • "He helped her clear the dining table"
  • "A feast was spread upon the board"
    synonym:
  • dining table
  • ,
  • board

6. Ένα τραπέζι στο οποίο σερβίρονται τα γεύματα

  • "Την βοήθησε να καθαρίσει το τραπέζι"
  • "Μια γιορτή απλώθηκε πάνω στο διοικητικό συμβούλιο"
    συνώνυμο:
  • τραπέζι τραπεζαρίας
  • ,
  • πίνακας

7. Electrical device consisting of a flat insulated surface that contains switches and dials and meters for controlling other electrical devices

  • "He checked the instrument panel"
  • "Suddenly the board lit up like a christmas tree"
    synonym:
  • control panel
  • ,
  • instrument panel
  • ,
  • control board
  • ,
  • board
  • ,
  • panel

7. Ηλεκτρική συσκευή που αποτελείται από μια επίπεδη μονωμένη επιφάνεια που περιέχει διακόπτες και καντράν και μέτρα

  • "Έλεγξε τον πίνακα οργάνων"
  • "Ξαφνικά το ταμπλό φώτιζε σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο"
    συνώνυμο:
  • πίνακας ελέγχου
  • ,
  • πίνακας οργάνων
  • ,
  • πίνακας

8. A printed circuit that can be inserted into expansion slots in a computer to increase the computer's capabilities

    synonym:
  • circuit board
  • ,
  • circuit card
  • ,
  • board
  • ,
  • card
  • ,
  • plug-in
  • ,
  • add-in

8. Ένα τυπωμένο κύκλωμα που μπορεί να εισαχθεί σε υποδοχές επέκτασης σε έναν υπολογιστή για να αυξήσει τις δυνατότητες του υπολογιστή

    συνώνυμο:
  • πίνακας κυκλωμάτων
  • ,
  • κάρτα κυκλώματος
  • ,
  • πίνακας
  • ,
  • κάρτα
  • ,
  • προσθήκη
  • ,
  • πρόσθετο

9. A flat portable surface (usually rectangular) designed for board games

  • "He got out the board and set up the pieces"
    synonym:
  • board
  • ,
  • gameboard

9. Μια επίπεδη φορητή επιφάνεια (συνήθως ορθογώνια) σχεδιασμένη για επιτραπέζια παιχνίδια

  • "Βγήκε από το διοικητικό συμβούλιο και έστησε τα κομμάτια"
    συνώνυμο:
  • πίνακας
  • ,
  • πίνακας παιχνιδιών

verb

1. Get on board of (trains, buses, ships, aircraft, etc.)

    synonym:
  • board
  • ,
  • get on

1. Επιβιβαστείτε σε ( τρένα, λεωφορεία, πλοία, αεροσκάφη, κλπ.)

    συνώνυμο:
  • πίνακας
  • ,
  • προχωρώ

2. Live and take one's meals at or in

  • "She rooms in an old boarding house"
    synonym:
  • board
  • ,
  • room

2. Ζήστε και πάρτε τα γεύματά σας στο ή στο

  • "Τα δωμάτια σε ένα παλιό οικοτροφείο"
    συνώνυμο:
  • πίνακας
  • ,
  • δωμάτιο

3. Lodge and take meals (at)

    synonym:
  • board

3. Καταλήξτε και πάρτε τα γεύματα (ατ)

    συνώνυμο:
  • πίνακας

4. Provide food and lodging (for)

  • "The old lady is boarding three men"
    synonym:
  • board

4. Παρέχετε φαγητό και κατάλυμα (φ)

  • "Η γριά επιβιβάζεται σε τρεις άνδρες"
    συνώνυμο:
  • πίνακας

Examples of using

What do they charge for room and board?
Τι χρεώνουν για το δωμάτιο και το σκάφος?
Tom was not allowed to board the plane because he did not hold a valid travel document.
Ο Τομ δεν επιτρεπόταν να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο επειδή δεν κατείχε έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο.
The matter is coming up before the board of executives tomorrow.
Το θέμα προβάλλεται αύριο ενώπιον του διοικητικού συμβουλίου.