Translation meaning & definition of the word "boar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λέμβος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Boar
[Βαρκάρης]/bɔr/
noun
1. Old world wild swine having a narrow body and prominent tusks from which most domestic swine come
- Introduced in united states
- synonym:
- wild boar ,
- boar ,
- Sus scrofa
1. Παλαιός κόσμος άγριος χοίρος με στενό σώμα και εξέχοντες χαυλιόδοντες από τους οποίους προέρχονται οι περισσότεροι οικόσιτοι χοίροι
- Εισήχθη στις ηνωμένες πολιτείες
- συνώνυμο:
- αγριογούρουνο ,
- αγριόχοιρος ,
- Σκοφά
2. An uncastrated male hog
- synonym:
- boar
2. Ένα ανευλόγητο αρσενικό γουρούνι
- συνώνυμο:
- αγριόχοιρος