Translation meaning & definition of the word "boa" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπόα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Boa
[Μπόα]/boʊə/
noun
1. A long thin fluffy scarf of feathers or fur
- synonym:
- feather boa ,
- boa
1. Ένα μακρύ λεπτό αφράτο μαντήλι από φτερά ή γούνα
- συνώνυμο:
- φτερό μπόα ,
- μπόα
2. Any of several chiefly tropical constrictors with vestigial hind limbs
- synonym:
- boa
2. Οποιοσδήποτε από τους πολλούς κυρίως τροπικούς συσταλτικούς με τα οπίσθια άκρα
- συνώνυμο:
- μπόα