Translation meaning & definition of the word "blurt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλλιέργεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Blurt
[Ξεφλουδίζω]/blərt/
verb
1. Utter impulsively
- "He blurted out the secret"
- "He blundered his stupid ideas"
- synonym:
- blurt out ,
- blurt ,
- blunder out ,
- blunder ,
- ejaculate
1. Αποφασιστικά
- "Κατέστρεψε το μυστικό"
- "Κατέστρεψε τις ηλίθιες ιδέες του"
- συνώνυμο:
- αποσβολώνω ,
- αναβλύζω ,
- αποσβένω ,
- αποσβήνω ,
- εκσπερματώ