Translation meaning & definition of the word "blurry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πονηρός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Blurry
[Θολός]/bləri/
adjective
1. Indistinct or hazy in outline
- "A landscape of blurred outlines"
- "The trees were just blurry shapes"
- synonym:
- bleary ,
- blurred ,
- blurry ,
- foggy ,
- fuzzy ,
- hazy ,
- muzzy
1. Δυσδιάκριτο ή θολό στο περίγραμμα
- "Ένα τοπίο θολών περιγραμμάτων"
- "Τα δέντρα ήταν απλά θολά σχήματα"
- συνώνυμο:
- λευκαντικόσ ,
- θολόσ ,
- ομιχλώδης ,
- ασαφής ,
- μουτζουρωμένοσ