Translation meaning & definition of the word "blurred" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπλουτισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Blurred
[Θολώνω]/blərd/
adjective
1. Indistinct or hazy in outline
- "A landscape of blurred outlines"
- "The trees were just blurry shapes"
- synonym:
- bleary ,
- blurred ,
- blurry ,
- foggy ,
- fuzzy ,
- hazy ,
- muzzy
1. Δυσδιάκριτο ή θολό στο περίγραμμα
- "Ένα τοπίο θολών περιγραμμάτων"
- "Τα δέντρα ήταν απλά θολά σχήματα"
- συνώνυμο:
- λευκαντικόσ ,
- θολόσ ,
- ομιχλώδης ,
- ασαφής ,
- μουτζουρωμένοσ
2. Unclear in form or expression
- "The blurred aims of the group"
- "Sometimes one understood clearly and sometimes the meaning was clouded"- h.g.wells
- synonym:
- blurred ,
- clouded
2. Ασαφές σε μορφή ή έκφραση
- "Οι θολοί στόχοι της ομάδας"
- "Μερικές φορές κάποιος καταλάβαινε καθαρά και μερικές φορές το νόημα ήταν θολό" - χ.γ. γουέλς
- συνώνυμο:
- θολόσ ,
- θολώνω
Examples of using
Distant things look blurred.
Τα αποσταγμένα πράγματα φαίνονται θολά.