Translation meaning & definition of the word "blur" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπλε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Blur
[Μπλουρ]/blər/
noun
1. A hazy or indistinct representation
- "It happened so fast it was just a blur"
- "He tried to clear his head of the whisky fuzz"
- synonym:
- blur ,
- fuzz
1. Μια θολή ή αδιάκριτη αναπαράσταση
- "Συνέβη τόσο γρήγορα που ήταν απλά μια θαμπάδα"
- "Προσπάθησε να καθαρίσει το κεφάλι του από το ουίσκι φως"
- συνώνυμο:
- θολούρα ,
- φουρμπ
verb
1. Become glassy
- Lose clear vision
- "Her eyes glazed over from lack of sleep"
- synonym:
- film over ,
- glaze over ,
- blur
1. Γίνομαι υαλώδης
- Χάστε το σαφές όραμα
- "Τα μάτια της είχαν γυαλίσει από την έλλειψη ύπνου"
- συνώνυμο:
- ταινία ,
- λαμπυρίζω ,
- θολούρα
2. To make less distinct or clear
- "The haze blurs the hills"
- synonym:
- blur
2. Να κάνει λιγότερο διακριτή ή σαφή
- "Η ομίχλη θολώνει τους λόφους"
- συνώνυμο:
- θολούρα
3. Make unclear, indistinct, or blurred
- "Her remarks confused the debate"
- "Their words obnubilate their intentions"
- synonym:
- confuse ,
- blur ,
- obscure ,
- obnubilate
3. Κάντε ασαφές, αδιαμφισβήτητο ή θολό
- "Τα σχόλιά του μπέρδεψαν τη συζήτηση"
- "Τα λόγια τους υποτιμούν τις προθέσεις τους"
- συνώνυμο:
- μπερδεύω ,
- θολούρα ,
- σκοτεινόσ ,
- εξαφανίζω
4. Make a smudge on
- Soil by smudging
- synonym:
- smear ,
- blur ,
- smudge ,
- smutch
4. Παραπονιέμαι
- Χώμα με λείανση
- συνώνυμο:
- επίχρισμα ,
- θολούρα ,
- λερώνω ,
- παραλύω
5. Make dim or indistinct
- "The fog blurs my vision"
- synonym:
- blur ,
- blear
5. Κάντε αμυδρό ή δυσδιάκριτο
- "Η ομίχλη θολώνει το όραμά μου"
- συνώνυμο:
- θολούρα ,
- μπλέκω
6. Become vague or indistinct
- "The distinction between the two theories blurred"
- synonym:
- blur ,
- dim ,
- slur
6. Γίνετε ασαφείς ή αδιαμφισβήτητοι
- "Η διάκριση μεταξύ των δύο θεωριών είναι θολή"
- συνώνυμο:
- θολούρα ,
- αμυδρό ,
- παραφωνώ